- αναστήνω
- βλ. ανασταίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανασταίνω — και αναστήνω ανάστησα, αναστήθηκα, αναστημένος 1. ξαναφέρνω στη ζωή: Σαν σήμερα ο Χριστός ανάστησε το Λάζαρο. 2. ανατρέφω, μεγαλώνω: Και το κορίτσι και το αγόρι η γιαγιά τους τ ανάστησε. 3. ζωογονώ, ευφραίνω: Τους έδωσε κι ήπιαν ένα κρασί που και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)